αντεπιχείρημα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αντ- (ant-) + επιχείρημα (epicheírima, “argument”)
Noun
[edit]αντεπιχείρημα • (antepicheírima) n (plural αντεπιχειρήματα)
- counterargument
- Antonym: επιχείρημα (epicheírima)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντεπιχείρημα (antepicheírima) | αντεπιχειρήματα (antepicheirímata) |
genitive | αντεπιχειρήματος (antepicheirímatos) | αντεπιχειρημάτων (antepicheirimáton) |
accusative | αντεπιχείρημα (antepicheírima) | αντεπιχειρήματα (antepicheirímata) |
vocative | αντεπιχείρημα (antepicheírima) | αντεπιχειρήματα (antepicheirímata) |
Related terms
[edit]- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)