Jump to content

αιτιολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αιτιολογία (aitiologíaf (plural αιτιολογίες)

  1. aetiology (UK), etiology (US)
  2. explanation
  3. excuse

Declension

[edit]
singular plural
nominative αιτιολογία (aitiología) αιτιολογίες (aitiologíes)
genitive αιτιολογίας (aitiologías) αιτιολογιών (aitiologión)
accusative αιτιολογία (aitiología) αιτιολογίες (aitiologíes)
vocative αιτιολογία (aitiología) αιτιολογίες (aitiologíes)
[edit]
  • and see: αίτιος (aítios, causative, responsible)