Jump to content

αίτιος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: αἴτιος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek αἴτιος (aítios).

Adjective

[edit]

αίτιος (aítiosm (feminine αίτια, neuter αίτιο)

  1. responsible for, causative

Declension

[edit]
Declension of αίτιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αίτιος (aítios) αίτια (aítia) αίτιο (aítio) αίτιοι (aítioi) αίτιες (aíties) αίτια (aítia)
genitive αίτιου (aítiou) αίτιας (aítias) αίτιου (aítiou) αίτιων (aítion) αίτιων (aítion) αίτιων (aítion)
accusative αίτιο (aítio) αίτια (aítia) αίτιο (aítio) αίτιους (aítious) αίτιες (aíties) αίτια (aítia)
vocative αίτιε (aítie) αίτια (aítia) αίτιο (aítio) αίτιοι (aítioi) αίτιες (aíties) αίτια (aítia)
Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιτιότερος (aitióteros) αιτιότερη (aitióteri) αιτιότερο (aitiótero) αιτιότεροι (aitióteroi) αιτιότερες (aitióteres) αιτιότερα (aitiótera)
genitive αιτιότερου (aitióterou) αιτιότερης (aitióteris) αιτιότερου (aitióterou) αιτιότερων (aitióteron) αιτιότερων (aitióteron) αιτιότερων (aitióteron)
accusative αιτιότερο (aitiótero) αιτιότερη (aitióteri) αιτιότερο (aitiótero) αιτιότερους (aitióterous) αιτιότερες (aitióteres) αιτιότερα (aitiótera)
vocative αιτιότερε (aitiótere) αιτιότερη (aitióteri) αιτιότερο (aitiótero) αιτιότεροι (aitióteroi) αιτιότερες (aitióteres) αιτιότερα (aitiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αιτιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιτιότατος (aitiótatos) αιτιότατη (aitiótati) αιτιότατο (aitiótato) αιτιότατοι (aitiótatoi) αιτιότατες (aitiótates) αιτιότατα (aitiótata)
genitive αιτιότατου (aitiótatou) αιτιότατης (aitiótatis) αιτιότατου (aitiótatou) αιτιότατων (aitiótaton) αιτιότατων (aitiótaton) αιτιότατων (aitiótaton)
accusative αιτιότατο (aitiótato) αιτιότατη (aitiótati) αιτιότατο (aitiótato) αιτιότατους (aitiótatous) αιτιότατες (aitiótates) αιτιότατα (aitiótata)
vocative αιτιότατε (aitiótate) αιτιότατη (aitiótati) αιτιότατο (aitiótato) αιτιότατοι (aitiótatoi) αιτιότατες (aitiótates) αιτιότατα (aitiótata)
[edit]