From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek αἰτιολογῶ ( aitiologô ) ,[ 1] contracted form of αἰτιολογέω ( aitiologéō ) .
IPA (key ) : /e.ti.o.loˈɣo/
Hyphenation: αι‧τι‧ο‧λο‧γώ
αιτιολογώ • (aitiologó ) (past αιτιολόγησα , passive αιτιολογούμαι , p‑past αιτιολογήθηκα , ppp αιτιολογημένος )
to justify
to rationalise , rationalize
αιτιολογώ , αιτιολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αιτιολογώ
αιτιολογήσω
αιτιολογούμαι
αιτιολογηθώ
2 sg
αιτιολογείς
αιτιολογήσεις
αιτιολογείσαι
αιτιολογηθείς
3 sg
αιτιολογεί
αιτιολογήσει
αιτιολογείται
αιτιολογηθεί
1 pl
αιτιολογούμε
αιτιολογήσουμε , [-ομε ]
αιτιολογούμαστε
αιτιολογηθούμε
2 pl
αιτιολογείτε
αιτιολογήσετε
αιτιολογείστε
αιτιολογηθείτε
3 pl
αιτιολογούν (ε )
αιτιολογήσουν (ε )
αιτιολογούνται
αιτιολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αιτιολογούσα
αιτιολόγησα
[αιτιολογούμουν (α )]
αιτιολογήθηκα
2 sg
αιτιολογούσες
αιτιολόγησες
[αιτιολογούσουν (α )]
αιτιολογήθηκες
3 sg
αιτιολογούσε
αιτιολόγησε
αιτιολογούνταν , {αιτιολογείτο }
αιτιολογήθηκε
1 pl
αιτιολογούσαμε
αιτιολογήσαμε
αιτιολογούμασταν , (‑ούμαστε )
αιτιολογηθήκαμε
2 pl
αιτιολογούσατε
αιτιολογήσατε
[αιτιολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
αιτιολογηθήκατε
3 pl
αιτιολογούσαν (ε )
αιτιολόγησαν , αιτιολογήσαν (ε )
αιτιολογούνταν , {αιτιολογούντο }
αιτιολογήθηκαν , αιτιολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αιτιολογώ ➤
θα αιτιολογήσω ➤
θα αιτιολογούμαι ➤
θα αιτιολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αιτιολογείς , …
θα αιτιολογήσεις , …
θα αιτιολογείσαι , …
θα αιτιολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αιτιολογήσει έχω, έχεις, … αιτιολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αιτιολογηθεί είμαι , είσαι , … αιτιολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αιτιολογήσει είχα, είχες, … αιτιολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αιτιολογηθεί ήμουν , ήσουν , … αιτιολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αιτιολογήσει θα έχω, θα έχεις, … αιτιολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αιτιολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αιτιολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αιτιολόγησε
—
αιτιολογήσου
2 pl
αιτιολογείτε
αιτιολογήστε
αιτιολογείστε
αιτιολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αιτιολογώντας ➤
αιτιολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αιτιολογήσει ➤
αιτιολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αιτιολογήσει
αιτιολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: αίτιος ( aítios , “ causative, responsible ” )