Jump to content

αιτιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αίτιος (aítios, causative) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness), calque of German Kausalität. First attested 1834.

Noun

[edit]

αιτιότητα (aitiótitaf (plural αιτιότητες)

  1. causation, causality

Declension

[edit]
Declension of αιτιότητα
singular plural
nominative αιτιότητα (aitiótita) αιτιότητες (aitiótites)
genitive αιτιότητας (aitiótitas) αιτιοτητων (aitiotiton)
accusative αιτιότητα (aitiótita) αιτιότητες (aitiótites)
vocative αιτιότητα (aitiótita) αιτιότητες (aitiótites)

Further reading

[edit]