δικαιολογίες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δικαιολογίες • (dikaiologíes) f
- nominative plural of δικαιολογία (dikaiología)
- accusative plural of δικαιολογία (dikaiología)
- vocative plural of δικαιολογία (dikaiología)
δικαιολογίες • (dikaiologíes) f