Jump to content

δικαιολογίες

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δικαιολογίες (dikaiologíesf

  1. nominative plural of δικαιολογία (dikaiología)
  2. accusative plural of δικαιολογία (dikaiología)
  3. vocative plural of δικαιολογία (dikaiología)