διαμορφωμένος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /ði̯a.moɾ.foˈme.nos/ and in fast speech: /ðʝa.moɾ.foˈme.nos/
- Hyphenation: δια‧μορ‧φω‧μέ‧νος
- Old Hyphenation: δι‧α‧μορ‧φω‧μέ‧νος
Participle
[edit]διαμορφωμένος • (diamorfoménos) m (feminine διαμορφωμένη, neuter διαμορφωμένο)
- passive participle of διαμορφώνω (diamorfóno).
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαμορφωμένος (diamorfoménos) | διαμορφωμένη (diamorfoméni) | διαμορφωμένο (diamorfoméno) | διαμορφωμένοι (diamorfoménoi) | διαμορφωμένες (diamorfoménes) | διαμορφωμένα (diamorfoména) | |
genitive | διαμορφωμένου (diamorfoménou) | διαμορφωμένης (diamorfoménis) | διαμορφωμένου (diamorfoménou) | διαμορφωμένων (diamorfoménon) | διαμορφωμένων (diamorfoménon) | διαμορφωμένων (diamorfoménon) | |
accusative | διαμορφωμένο (diamorfoméno) | διαμορφωμένη (diamorfoméni) | διαμορφωμένο (diamorfoméno) | διαμορφωμένους (diamorfoménous) | διαμορφωμένες (diamorfoménes) | διαμορφωμένα (diamorfoména) | |
vocative | διαμορφωμένε (diamorfoméne) | διαμορφωμένη (diamorfoméni) | διαμορφωμένο (diamorfoméno) | διαμορφωμένοι (diamorfoménoi) | διαμορφωμένες (diamorfoménes) | διαμορφωμένα (diamorfoména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαμορφωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαμορφωμένος, etc.)