Jump to content

διαμορφωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.moɾ.foˈme.nos/ and in fast speech: /ðʝa.moɾ.foˈme.nos/
  • Hyphenation: δια‧μορ‧φω‧μέ‧νος
  • Old Hyphenation: δι‧α‧μορ‧φω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

διαμορφωμένος (diamorfoménosm (feminine διαμορφωμένη, neuter διαμορφωμένο)

  1. passive participle of διαμορφώνω (diamorfóno).

Declension

[edit]
Declension of διαμορφωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαμορφωμένος (diamorfoménos) διαμορφωμένη (diamorfoméni) διαμορφωμένο (diamorfoméno) διαμορφωμένοι (diamorfoménoi) διαμορφωμένες (diamorfoménes) διαμορφωμένα (diamorfoména)
genitive διαμορφωμένου (diamorfoménou) διαμορφωμένης (diamorfoménis) διαμορφωμένου (diamorfoménou) διαμορφωμένων (diamorfoménon) διαμορφωμένων (diamorfoménon) διαμορφωμένων (diamorfoménon)
accusative διαμορφωμένο (diamorfoméno) διαμορφωμένη (diamorfoméni) διαμορφωμένο (diamorfoméno) διαμορφωμένους (diamorfoménous) διαμορφωμένες (diamorfoménes) διαμορφωμένα (diamorfoména)
vocative διαμορφωμένε (diamorfoméne) διαμορφωμένη (diamorfoméni) διαμορφωμένο (diamorfoméno) διαμορφωμένοι (diamorfoménoi) διαμορφωμένες (diamorfoménes) διαμορφωμένα (diamorfoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαμορφωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαμορφωμένος, etc.)