IPA (key ) : /ði̯a.moɾˈfo.no/ and in fast speech: /ðʝa.moɾˈfo.no/
Hyphenation: δι‧α‧μορ‧φώ‧νω
Old Hyphenation: δι‧α‧μορ‧φώ‧νω
διαμορφώνω • (diamorfóno ) (past διαμόρφωσα , passive διαμορφώνομαι , p‑past διαμορφώθηκα , ppp διαμορφωμένος )
to mould , arrange , form , give form to
to train , form ( spiritually )
διαμορφώνω διαμορφώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διαμορφώνω
διαμορφώσω
διαμορφώνομαι
διαμορφωθώ
2 sg
διαμορφώνεις
διαμορφώσεις
διαμορφώνεσαι
διαμορφωθείς
3 sg
διαμορφώνει
διαμορφώσει
διαμορφώνεται
διαμορφωθεί
1 pl
διαμορφώνουμε , [‑ομε ]
διαμορφώσουμε , [‑ομε ]
διαμορφωνόμαστε
διαμορφωθούμε
2 pl
διαμορφώνετε
διαμορφώσετε
διαμορφώνεστε , διαμορφωνόσαστε
διαμορφωθείτε
3 pl
διαμορφώνουν (ε )
διαμορφώσουν (ε )
διαμορφώνονται
διαμορφωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διαμόρφωνα
διαμόρφωσα
διαμορφωνόμουν (α )
διαμορφώθηκα
2 sg
διαμόρφωνες
διαμόρφωσες
διαμορφωνόσουν (α )
διαμορφώθηκες
3 sg
διαμόρφωνε
διαμόρφωσε
διαμορφωνόταν (ε )
διαμορφώθηκε
1 pl
διαμορφώναμε
διαμορφώσαμε
διαμορφωνόμασταν , (‑όμαστε )
διαμορφωθήκαμε
2 pl
διαμορφώνατε
διαμορφώσατε
διαμορφωνόσασταν , (‑όσαστε )
διαμορφωθήκατε
3 pl
διαμόρφωναν , διαμορφώναν (ε )
διαμόρφωσαν , διαμορφώσαν (ε )
διαμορφώνονταν , (διαμορφωνόντουσαν )
διαμορφώθηκαν , διαμορφωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διαμορφώνω ➤
θα διαμορφώσω ➤
θα διαμορφώνομαι ➤
θα διαμορφωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διαμορφώνεις , …
θα διαμορφώσεις , …
θα διαμορφώνεσαι , …
θα διαμορφωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διαμορφώσει έχω, έχεις, … διαμορφωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … διαμορφωθεί είμαι , είσαι , … διαμορφωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διαμορφώσει είχα, είχες, … διαμορφωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … διαμορφωθεί ήμουν , ήσουν , … διαμορφωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … διαμορφώσει θα έχω, θα έχεις, … διαμορφωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … διαμορφωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαμορφωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διαμόρφωνε
διαμόρφωσε
—
διαμορφώσου
2 pl
διαμορφώνετε
διαμορφώστε
διαμορφώνεστε
διαμορφωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διαμορφώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας διαμορφώσει ➤
διαμορφωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
διαμορφώσει
διαμορφωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: μορφώνω ( morfóno , “ educate ” ) & μορφή f ( morfí , “ form ” )