Jump to content

διηρημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

The ancient Ancient Greek διῃρημένος (diēirēménos), as formal variant of the modern διαιρεμένος (diaireménos). Perfect participle of διαιρούμαι (diairoúmai), passive voice of διαιρώ (divide).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.i.ɾiˈme.nos/
  • Hyphenation: δι‧η‧ρη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

διηρημένος (diiriménosm (feminine διηρημένη, neuter διηρημένο)

  1. (formal) Alternative form of διαιρεμένος (diaireménos): divided

Declension

[edit]
Declension of διηρημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διηρημένος (diiriménos) διηρημένη (diiriméni) διηρημένο (diiriméno) διηρημένοι (diiriménoi) διηρημένες (diiriménes) διηρημένα (diiriména)
genitive διηρημένου (diiriménou) διηρημένης (diiriménis) διηρημένου (diiriménou) διηρημένων (diiriménon) διηρημένων (diiriménon) διηρημένων (diiriménon)
accusative διηρημένο (diiriméno) διηρημένη (diiriméni) διηρημένο (diiriméno) διηρημένους (diiriménous) διηρημένες (diiriménes) διηρημένα (diiriména)
vocative διηρημένε (diiriméne) διηρημένη (diiriméni) διηρημένο (diiriméno) διηρημένοι (diiriménoi) διηρημένες (diiriménes) διηρημένα (diiriména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διηρημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διηρημένος, etc.)