διαιρώ
Appearance
See also: διαιρῶ
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek διαιρῶ (diairô) contracted form of διαιρέω (diairéō). Morphologically from δι- (δια-) + αιρώ, the ancient αἱρῶ (hairô, “seize”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διαιρώ • (diairó) (past διαίρεσα, passive διαιρούμαι, p‑past διαιρέθηκα, ppp διαιρεμένος / διηρημένος)
- to divide, split, disunite
- Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες.
- O emfýlios pólemos diaírese tous Éllines.
- The Greek civil war divided the Greeks.
Conjugation
[edit]διαιρώ, διαιρούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαιρώ | διαιρέσω | διαιρούμαι | διαιρεθώ |
2 sg | διαιρείς | διαιρέσεις | διαιρείσαι | διαιρεθείς |
3 sg | διαιρεί | διαιρέσει | διαιρείται | διαιρεθεί |
1 pl | διαιρούμε | διαιρέσουμε, [-ομε] | διαιρούμαστε | διαιρεθούμε |
2 pl | διαιρείτε | διαιρέσετε | διαιρείστε | διαιρεθείτε |
3 pl | διαιρούν(ε) | διαιρέσουν(ε) | διαιρούνται | διαιρεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διαιρούσα | διαίρεσα | [διαιρούμουν(α)] | διαιρέθηκα |
2 sg | διαιρούσες | διαίρεσες | [διαιρούσουν(α)] | διαιρέθηκες |
3 sg | διαιρούσε | διαίρεσε | διαιρούνταν, {διαιρείτο} | διαιρέθηκε |
1 pl | διαιρούσαμε | διαιρέσαμε | διαιρούμασταν, (‑ούμαστε) | διαιρεθήκαμε |
2 pl | διαιρούσατε | διαιρέσατε | [διαιρούσασταν, (‑ούσαστε)] | διαιρεθήκατε |
3 pl | διαιρούσαν(ε) | διαίρεσαν, διαιρέσαν(ε) | διαιρούνταν, {διαιρούντο} | διαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαιρώ ➤ | θα διαιρέσω ➤ | θα διαιρούμαι ➤ | θα διαιρεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαιρείς, … | θα διαιρέσεις, … | θα διαιρείσαι, … | θα διαιρεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαιρέσει έχω, έχεις, … διαιρεμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαιρεθεί είμαι, είσαι, … διαιρεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαιρέσει είχα, είχες, … διαιρεμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαιρεθεί ήμουν, ήσουν, … διαιρεμένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαιρέσει θα έχω, θα έχεις, … διαιρεμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαιρεθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαιρεμένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διαίρεσε | — | διαιρέσου |
2 pl | διαιρείτε | διαιρέστε | διαιρείστε | διαιρεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαιρώντας ➤ | διαιρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαιρέσει ➤ | διαιρεμένος, ‑η, ‑o {διηρημένος, ‑η, ‑o} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαιρέσει | διαιρεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αδιαίρετος (adiaíretos, “indivisible, undivided”)
- αδιαιρετότητα f (adiairetótita, “indivisibility”)
- διαίρεση f (diaíresi, “division”)
- διαιρετέος (diairetéos, “divident; divisible”)
- διαιρέτης m (diairétis, “divisor”)
- διαιρετός (diairetós, “divisible”)
- διαιρετότητα f (diairetótita, “divisibility”)
- υποδιαίρεση f (ypodiaíresi, “subdivision”)
- υποδιαιρώ (ypodiairó, “subdivide”)
- and see the ancient αἱρέω (hairéō, “seize”)