διαιρετός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]5th century BC (Sophocles) Ancient Greek διαιρετός (diairetós), from δι- (di-) + αἱρετός (hairetós, “that may be taken, conquered, grasped”), the latter being αἱρέω (hairéō) + -τος (-tos)
Adjective
[edit]διαιρετός • (diairetós) m (feminine διαιρετή, neuter διαιρετό)
- divisible, capable of being split or divided
- (mathematics) divisible
Declension
[edit]Declension of διαιρετός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαιρετός • | διαιρετή • | διαιρετό • | διαιρετοί • | διαιρετές • | διαιρετά • |
genitive | διαιρετού • | διαιρετής • | διαιρετού • | διαιρετών • | διαιρετών • | διαιρετών • |
accusative | διαιρετό • | διαιρετή • | διαιρετό • | διαιρετούς • | διαιρετές • | διαιρετά • |
vocative | διαιρετέ • | διαιρετή • | διαιρετό • | διαιρετοί • | διαιρετές • | διαιρετά • |
Antonyms
[edit]- αδιαίρετος (adiaíretos, “indivisible”)