Jump to content

διαιρετός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

5th century BC (Sophocles) Ancient Greek διαιρετός (diairetós), from δι- (di-) +‎ αἱρετός (hairetós, that may be taken, conquered, grasped), the latter being αἱρέω (hairéō) +‎ -τος (-tos)

Adjective

[edit]

διαιρετός (diairetósm (feminine διαιρετή, neuter διαιρετό)

  1. divisible, capable of being split or divided
  2. (mathematics) divisible

Declension

[edit]
Declension of διαιρετός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαιρετός (diairetós) διαιρετή (diairetí) διαιρετό (diairetó) διαιρετοί (diairetoí) διαιρετές (diairetés) διαιρετά (diairetá)
genitive διαιρετού (diairetoú) διαιρετής (diairetís) διαιρετού (diairetoú) διαιρετών (diairetón) διαιρετών (diairetón) διαιρετών (diairetón)
accusative διαιρετό (diairetó) διαιρετή (diairetí) διαιρετό (diairetó) διαιρετούς (diairetoús) διαιρετές (diairetés) διαιρετά (diairetá)
vocative διαιρετέ (diaireté) διαιρετή (diairetí) διαιρετό (diairetó) διαιρετοί (diairetoí) διαιρετές (diairetés) διαιρετά (diairetá)

Antonyms

[edit]