Jump to content

αδιαίρετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

4th century BC (Aristotle) Ancient Greek ἀδιαίρετος (adiaíretos), from ἀ- (a-) +‎ διαιρετός (diairetós), the latter from δι- (di-) +‎ αἱρέω (hairéō) +‎ -τος (-tos).

Adjective

[edit]

αδιαίρετος (adiaíretosm (feminine αδιαίρετη, neuter αδιαίρετο)

  1. indivisible
  2. undivided
  3. atom

Declension

[edit]
Declension of αδιαίρετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαίρετος (adiaíretos) αδιαίρετη (adiaíreti) αδιαίρετο (adiaíreto) αδιαίρετοι (adiaíretoi) αδιαίρετες (adiaíretes) αδιαίρετα (adiaíreta)
genitive αδιαίρετου (adiaíretou) αδιαίρετης (adiaíretis) αδιαίρετου (adiaíretou) αδιαίρετων (adiaíreton) αδιαίρετων (adiaíreton) αδιαίρετων (adiaíreton)
accusative αδιαίρετο (adiaíreto) αδιαίρετη (adiaíreti) αδιαίρετο (adiaíreto) αδιαίρετους (adiaíretous) αδιαίρετες (adiaíretes) αδιαίρετα (adiaíreta)
vocative αδιαίρετε (adiaírete) αδιαίρετη (adiaíreti) αδιαίρετο (adiaíreto) αδιαίρετοι (adiaíretoi) αδιαίρετες (adiaíretes) αδιαίρετα (adiaíreta)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]