Jump to content

αδιάλυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιάλυτος (adiálytosm (feminine αδιάλυτη, neuter αδιάλυτο)

  1. insoluble, undissolvable, not dissolvable (will not dissolve in a solvent)
  2. indissoluble, undissolvable (of marriage)
  3. not broken up
  4. (figuratively) inscrutable

Declension

[edit]
Declension of αδιάλυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιάλυτος (adiálytos) αδιάλυτη (adiályti) αδιάλυτο (adiályto) αδιάλυτοι (adiálytoi) αδιάλυτες (adiálytes) αδιάλυτα (adiályta)
genitive αδιάλυτου (adiálytou) αδιάλυτης (adiálytis) αδιάλυτου (adiálytou) αδιάλυτων (adiályton) αδιάλυτων (adiályton) αδιάλυτων (adiályton)
accusative αδιάλυτο (adiályto) αδιάλυτη (adiályti) αδιάλυτο (adiályto) αδιάλυτους (adiálytous) αδιάλυτες (adiálytes) αδιάλυτα (adiályta)
vocative αδιάλυτε (adiályte) αδιάλυτη (adiályti) αδιάλυτο (adiályto) αδιάλυτοι (adiálytoi) αδιάλυτες (adiálytes) αδιάλυτα (adiályta)

See also

[edit]