ακέραιος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ακέριος (akérios)
Adjective
[edit]ακέραιος • (akéraios) m (feminine ακέραιη, neuter ακέραιο)
Declension
[edit]Declension of ακέραιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακέραιος • | ακέραιη • | ακέραιο • | ακέραιοι • | ακέραιες • | ακέραια • |
genitive | ακέραιου • | ακέραιης • | ακέραιου • | ακέραιων • | ακέραιων • | ακέραιων • |
accusative | ακέραιο • | ακέραιη • | ακέραιο • | ακέραιους • | ακέραιες • | ακέραια • |
vocative | ακέραιε • | ακέραιη • | ακέραιο • | ακέραιοι • | ακέραιες • | ακέραια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακέραιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακέραιος, etc.) |
Synonyms
[edit]- αμέριστος (améristos)
- αδιαίρετος (adiaíretos)
Derived terms
[edit]- ακέραιη μονάδα f (akéraii monáda, “(whole) unit”)
- ακέραιος αριθμός m (akéraios arithmós, “whole number, integer”)
Related terms
[edit]- ακεραιότητα f (akeraiótita, “integrity”)