αποφασισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Participle
[edit]αποφασισμένος • (apofasisménos) m (feminine αποφασισμένη, neuter αποφασισμένο)
- passive perfect participle of αποφασίζω (apofasízo): resolved, determined, decided
- (of a person) resolved, determined [with να (na, + verb) ‘to do’]
Declension
[edit]Declension of αποφασισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποφασισμένος • | αποφασισμένη • | αποφασισμένο • | αποφασισμένοι • | αποφασισμένες • | αποφασισμένα • |
genitive | αποφασισμένου • | αποφασισμένης • | αποφασισμένου • | αποφασισμένων • | αποφασισμένων • | αποφασισμένων • |
accusative | αποφασισμένο • | αποφασισμένη • | αποφασισμένο • | αποφασισμένους • | αποφασισμένες • | αποφασισμένα • |
vocative | αποφασισμένε • | αποφασισμένη • | αποφασισμένο • | αποφασισμένοι • | αποφασισμένες • | αποφασισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποφασισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποφασισμένος, etc.) |
Further reading
[edit]- αποφασίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language