ασημοκαπνισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Participle
[edit]ασημοκαπνισμένος • (asimokapnisménos) m (feminine ασημοκαπνισμένη, neuter ασημοκαπνισμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασημοκαπνισμένος (asimokapnisménos) | ασημοκαπνισμένη (asimokapnisméni) | ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) | ασημοκαπνισμένοι (asimokapnisménoi) | ασημοκαπνισμένες (asimokapnisménes) | ασημοκαπνισμένα (asimokapnisména) | |
genitive | ασημοκαπνισμένου (asimokapnisménou) | ασημοκαπνισμένης (asimokapnisménis) | ασημοκαπνισμένου (asimokapnisménou) | ασημοκαπνισμένων (asimokapnisménon) | ασημοκαπνισμένων (asimokapnisménon) | ασημοκαπνισμένων (asimokapnisménon) | |
accusative | ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) | ασημοκαπνισμένη (asimokapnisméni) | ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) | ασημοκαπνισμένους (asimokapnisménous) | ασημοκαπνισμένες (asimokapnisménes) | ασημοκαπνισμένα (asimokapnisména) | |
vocative | ασημοκαπνισμένε (asimokapnisméne) | ασημοκαπνισμένη (asimokapnisméni) | ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) | ασημοκαπνισμένοι (asimokapnisménoi) | ασημοκαπνισμένες (asimokapnisménes) | ασημοκαπνισμένα (asimokapnisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ασημοκαπνισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ασημοκαπνισμένος, etc.)
Related terms
[edit]- see: ασήμι n (asími, “silver”)
Further reading
[edit]- ασημοκαπνισμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language