ασημοκαπνισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Participle

[edit]

ασημοκαπνισμένος (asimokapnisménosm (feminine ασημοκαπνισμένη, neuter ασημοκαπνισμένο)

  1. silver-plated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασημοκαπνισμένος (asimokapnisménos) ασημοκαπνισμένη (asimokapnisméni) ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) ασημοκαπνισμένοι (asimokapnisménoi) ασημοκαπνισμένες (asimokapnisménes) ασημοκαπνισμένα (asimokapnisména)
genitive ασημοκαπνισμένου (asimokapnisménou) ασημοκαπνισμένης (asimokapnisménis) ασημοκαπνισμένου (asimokapnisménou) ασημοκαπνισμένων (asimokapnisménon) ασημοκαπνισμένων (asimokapnisménon) ασημοκαπνισμένων (asimokapnisménon)
accusative ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) ασημοκαπνισμένη (asimokapnisméni) ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) ασημοκαπνισμένους (asimokapnisménous) ασημοκαπνισμένες (asimokapnisménes) ασημοκαπνισμένα (asimokapnisména)
vocative ασημοκαπνισμένε (asimokapnisméne) ασημοκαπνισμένη (asimokapnisméni) ασημοκαπνισμένο (asimokapnisméno) ασημοκαπνισμένοι (asimokapnisménoi) ασημοκαπνισμένες (asimokapnisménes) ασημοκαπνισμένα (asimokapnisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ασημοκαπνισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ασημοκαπνισμένος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]