αφιερωμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αφιερώνομαι (afierónomai), passive voice of αφιερώνω (afieróno, dedicate).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.fi.e.ɾoˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧φι‧ε‧ρω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αφιερωμένος (afieroménosm (feminine αφιερωμένη, neuter αφιερωμένο)

  1. devoted, dedicated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφιερωμένος (afieroménos) αφιερωμένη (afieroméni) αφιερωμένο (afieroméno) αφιερωμένοι (afieroménoi) αφιερωμένες (afieroménes) αφιερωμένα (afieroména)
genitive αφιερωμένου (afieroménou) αφιερωμένης (afieroménis) αφιερωμένου (afieroménou) αφιερωμένων (afieroménon) αφιερωμένων (afieroménon) αφιερωμένων (afieroménon)
accusative αφιερωμένο (afieroméno) αφιερωμένη (afieroméni) αφιερωμένο (afieroméno) αφιερωμένους (afieroménous) αφιερωμένες (afieroménes) αφιερωμένα (afieroména)
vocative αφιερωμένε (afieroméne) αφιερωμένη (afieroméni) αφιερωμένο (afieroméno) αφιερωμένοι (afieroménoi) αφιερωμένες (afieroménes) αφιερωμένα (afieroména)
[edit]

Further reading

[edit]