αγωνιζόμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αγωνιζόμενος • (agonizómenos) m (feminine αγωνιζόμενη, neuter αγωνιζόμενο) (feminine, also formal: αγωνιζομένη)
- present participle of αγωνίζομαι (agonízomai), a deponent verb, only in passive: "one who is in battle"
Declension
[edit]Declension of αγωνιζόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγωνιζόμενος • | αγωνιζόμενη • | αγωνιζόμενο • | αγωνιζόμενοι • | αγωνιζόμενες • | αγωνιζόμενα • |
genitive | αγωνιζόμενου • | αγωνιζόμενης • | αγωνιζόμενου • | αγωνιζόμενων • | αγωνιζόμενων • | αγωνιζόμενων • |
accusative | αγωνιζόμενο • | αγωνιζόμενη • | αγωνιζόμενο • | αγωνιζόμενους • | αγωνιζόμενες • | αγωνιζόμενα • |
vocative | αγωνιζόμενε • | αγωνιζόμενη • | αγωνιζόμενο • | αγωνιζόμενοι • | αγωνιζόμενες • | αγωνιζόμενα • |