Jump to content

αγωνιζόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ɣo.niˈzo.me.nos/
  • Hyphenation: α‧γω‧νι‧ζό‧με‧νος

Participle

[edit]

αγωνιζόμενος (agonizómenosm (feminine αγωνιζόμενη, neuter αγωνιζόμενο) (feminine, also formal: αγωνιζομένη)

  1. present participle of αγωνίζομαι (agonízomai), a deponent verb, only in passive: "one who is in battle"

Declension

[edit]
Declension of αγωνιζόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγωνιζόμενος (agonizómenos) αγωνιζόμενη (agonizómeni) αγωνιζόμενο (agonizómeno) αγωνιζόμενοι (agonizómenoi) αγωνιζόμενες (agonizómenes) αγωνιζόμενα (agonizómena)
genitive αγωνιζόμενου (agonizómenou) αγωνιζόμενης (agonizómenis) αγωνιζόμενου (agonizómenou) αγωνιζόμενων (agonizómenon) αγωνιζόμενων (agonizómenon) αγωνιζόμενων (agonizómenon)
accusative αγωνιζόμενο (agonizómeno) αγωνιζόμενη (agonizómeni) αγωνιζόμενο (agonizómeno) αγωνιζόμενους (agonizómenous) αγωνιζόμενες (agonizómenes) αγωνιζόμενα (agonizómena)
vocative αγωνιζόμενε (agonizómene) αγωνιζόμενη (agonizómeni) αγωνιζόμενο (agonizómeno) αγωνιζόμενοι (agonizómenoi) αγωνιζόμενες (agonizómenes) αγωνιζόμενα (agonizómena)