Jump to content

γερασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect passive participle of γερνάω (gernáo), a verb without passive voice forms.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝe.ɾaˈzme.nos/
  • Hyphenation: γε‧ρα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

γερασμένος (gerasménosm (feminine γερασμένη, neuter γερασμένο)

  1. who has aged, who looks aged
    Είναι σχετικά νέα, αλλά μοιάζει πολύ γερασμένη.
    Eínai schetiká néa, allá moiázei polý gerasméni.
    She is quite young, but she looks as though she has aged much

Declension

[edit]
Declension of γερασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γερασμένος (gerasménos) γερασμένη (gerasméni) γερασμένο (gerasméno) γερασμένοι (gerasménoi) γερασμένες (gerasménes) γερασμένα (gerasména)
genitive γερασμένου (gerasménou) γερασμένης (gerasménis) γερασμένου (gerasménou) γερασμένων (gerasménon) γερασμένων (gerasménon) γερασμένων (gerasménon)
accusative γερασμένο (gerasméno) γερασμένη (gerasméni) γερασμένο (gerasméno) γερασμένους (gerasménous) γερασμένες (gerasménes) γερασμένα (gerasména)
vocative γερασμένε (gerasméne) γερασμένη (gerasméni) γερασμένο (gerasméno) γερασμένοι (gerasménoi) γερασμένες (gerasménes) γερασμένα (gerasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γερασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γερασμένος, etc.)

Synonyms

[edit]