Jump to content

ακολουθούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ko.luˈθu.me.nos/
  • Hyphenation: α‧κο‧λου‧θού‧με‧νος

Participle

[edit]

ακολουθούμενος (akolouthoúmenosm (feminine ακολουθούμενη, neuter ακολουθούμενο)

  1. passive present participle of ακολουθώ (akolouthó): (being) followed

Declension

[edit]
Declension of ακολουθούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακολουθούμενος (akolouthoúmenos) ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενοι (akolouthoúmenoi) ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) ακολουθούμενα (akolouthoúmena)
genitive ακολουθούμενου (akolouthoúmenou) ακολουθούμενης (akolouthoúmenis) ακολουθούμενου (akolouthoúmenou) ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) ακολουθούμενων (akolouthoúmenon)
accusative ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενους (akolouthoúmenous) ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) ακολουθούμενα (akolouthoúmena)
vocative ακολουθούμενε (akolouthoúmene) ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενοι (akolouthoúmenoi) ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) ακολουθούμενα (akolouthoúmena)