From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἀκολουθῶ ( akolouthô ) , contracted form of ἀκολουθέω ( akolouthéō , “ to join, to follow ” ) .
IPA (key ) : /a.ko.luˈθo/
Hyphenation: α‧κο‧λου‧θώ
ακολουθώ • (akolouthó ) / ακολουθάω (past ακολούθησα , passive ακολουθούμαι /ακολουθιέμαι )
to follow , pursue
Ακολούθησε τον Οδυσσέα στην αυλή.Akoloúthise ton Odysséa stin avlí.He /She /It followed Odysseas into the yard.
to follow , come next
to go with , escort
to follow , listen to
ακολουθώ, ακολουθούμαι - ακολουθάω, ακολουθιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακολουθώ - ακολουθάω 1
ακολουθήσω
ακολουθούμαι - ακολουθιέμαι 1
ακολουθηθώ
2 sg
ακολουθείς - ακολουθάς
ακολουθήσεις
ακολουθείσαι - ακολουθιέσαι
ακολουθηθείς
3 sg
ακολουθεί - ακολουθάει
ακολουθήσει
ακολουθείται - ακολουθιέται
ακολουθηθεί
1 pl
ακολουθούμε - ακολουθάμε
ακολουθήσουμε , [-ομε ]
ακολουθούμαστε - ακολουθιόμαστε
ακολουθηθούμε
2 pl
ακολουθείτε - ακολουθάτε
ακολουθήσετε
ακολουθείστε , {ακολουθείσθε } - ακολουθιέστε , (‑ιόσαστε )
ακολουθηθείτε
3 pl
ακολουθούν (ε ) - ακολουθάνε , ακολουθάν
ακολουθήσουν (ε )
ακολουθούνται - ακολουθιούνται , (‑ιόνται )
ακολουθηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακολουθούσα - ακολούθαγα
ακολούθησα
[ακολουθούμουν ]2 - ακολουθιόμουν (α )
ακολουθήθηκα
2 sg
ακολουθούσες - ακολούθαγες
ακολούθησες
[ακολουθούσουν ] - ακολουθιόσουν (α )
ακολουθήθηκες
3 sg
ακολουθούσε - ακολούθαγε
ακολούθησε
ακολουθούνταν -ακολουθιόταν (ε )
ακολουθήθηκε
1 pl
ακολουθούσαμε - ακολουθάγαμε
ακολουθήσαμε
ακολουθούμασταν , (‑ούμαστε ) - ακολουθιόμασταν , (‑ιόμαστε )
ακολουθηθήκαμε
2 pl
ακολουθούσατε - ακολουθάγατε
ακολουθήσατε
[ακολουθούσασταν , (‑ούσαστε )]2 - ακολουθιόσασταν , (‑ιόσαστε )
ακολουθηθήκατε
3 pl
ακολουθούσαν (ε ) - ακολούθαγαν , ακολουθάγανε
ακολούθησαν , ακολουθήσαν (ε )
ακολουθούνταν - ακολουθιόνταν (ε ), ακολουθιόντουσαν , ακολουθιούνταν
ακολουθήθηκαν , ακολουθηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακολουθώ - θα ακολουθάω ➤
θα ακολουθήσω ➤
θα ακολουθούμαι - ακολουθιέμαι ➤
θα ακολουθηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακολουθείς - ακολουθάς , …
θα ακολουθήσεις , …
θα ακολουθείσαι - ακολουθιέσαι , …
θα ακολουθηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακολουθήσει
έχω, έχεις, … ακολουθηθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακολουθήσει
είχα, είχες, … ακολουθηθεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ακολουθήσει
θα έχω, θα έχεις, … ακολουθηθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ακολούθα , ακολούθαγε
ακολούθησε , ακολούθα
—
ακολουθήσου
2 pl
ακολουθείτε - ακολουθάτε
ακολουθήστε
ακολουθείστε - ακολουθιέστε
ακολουθηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακολουθώντας ➤
ακολουθούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ακολουθήσει ➤
—
Nonfinite form➤
ακολουθήσει
ακολουθηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
ακολούθημα n ( akoloúthima , “ outcome, result ” ) ακολουθία f ( akolouthía , “ entourage, service, sequence ” ) ακόλουθος ( akólouthos , “ following ” , adj ) ακόλουθος m or f ( akólouthos , “ attendant ” ) ακολούθως ( akoloúthos , “ afterwards ” , adverb ) ανακολουθία f ( anakolouthía ) ανακόλουθος ( anakólouthos ) εξακολουθώ ( exakolouthó ) ( and derivatives ) επακολουθώ ( epakolouthó , “ to follow as a consequence ” ) ( and derivatives ) παρακολουθώ ( parakolouthó , “ watch, spectate ” ) ( and derivatives ) συνακολουθία f ( synakolouthía ) συνακόλουθος ( synakólouthos ) συνεπακόλουθο n ( synepakóloutho )