Jump to content

ανακολουθία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανακολουθία (anakolouthíaf (plural ανακολουθίες)

  1. inconsistency, contradiction
  2. non sequitur
  3. incoherency

Declension

[edit]
Declension of ανακολουθία
singular plural
nominative ανακολουθία (anakolouthía) ανακολουθίες (anakolouthíes)
genitive ανακολουθίας (anakolouthías) ανακολουθιών (anakolouthión)
accusative ανακολουθία (anakolouthía) ανακολουθίες (anakolouthíes)
vocative ανακολουθία (anakolouthía) ανακολουθίες (anakolouthíes)
[edit]

Further reading

[edit]