From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.kluˈθo/
Hyphenation: α‧κλου‧θώ
ακλουθώ • (aklouthó ) / ακλουθάω (past ακλούθησα ) rarely in the passive
( vernacular, literary ) Alternative form of ακολουθώ ( akolouthó )
ακλουθώ, ακλουθούμαι - ακλουθάω, ακλουθιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακλουθώ - ακλουθάω 1
ακλουθήσω
ακλουθούμαι - ακλουθιέμαι 1
ακλουθηθώ
2 sg
ακλουθείς - ακλουθάς
ακλουθήσεις
ακλουθείσαι - ακλουθιέσαι
ακλουθηθείς
3 sg
ακλουθεί - ακλουθάει
ακλουθήσει
ακλουθείται - ακλουθιέται
ακλουθηθεί
1 pl
ακλουθούμε - ακλουθάμε
ακλουθήσουμε , [-ομε ]
ακλουθούμαστε - ακλουθιόμαστε
ακλουθηθούμε
2 pl
ακλουθείτε - ακλουθάτε
ακλουθήσετε
ακλουθείστε , {ακλουθείσθε } - ακλουθιέστε , (‑ιόσαστε )
ακλουθηθείτε
3 pl
ακλουθούν (ε ) - ακλουθάνε , ακλουθάν
ακλουθήσουν (ε )
ακλουθούνται - ακλουθιούνται , (‑ιόνται )
ακλουθηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακλουθούσα - ακλούθαγα
ακλούθησα
[ακλουθούμουν ]2 - ακλουθιόμουν (α )
ακλουθήθηκα
2 sg
ακλουθούσες - ακλούθαγες
ακλούθησες
[ακλουθούσουν ] - ακλουθιόσουν (α )
ακλουθήθηκες
3 sg
ακλουθούσε - ακλούθαγε
ακλούθησε
ακλουθούνταν -ακλουθιόταν (ε )
ακλουθήθηκε
1 pl
ακλουθούσαμε - ακλουθάγαμε
ακλουθήσαμε
ακλουθούμασταν , (‑ούμαστε ) - ακλουθιόμασταν , (‑ιόμαστε )
ακλουθηθήκαμε
2 pl
ακλουθούσατε - ακλουθάγατε
ακλουθήσατε
[ακλουθούσασταν , (‑ούσαστε )]2 - ακλουθιόσασταν , (‑ιόσαστε )
ακλουθηθήκατε
3 pl
ακλουθούσαν (ε ) - ακλούθαγαν , ακλουθάγανε
ακλούθησαν , ακλουθήσαν (ε )
ακλουθούνταν - ακλουθιόνταν (ε ), ακλουθιόντουσαν , ακλουθιούνταν
ακλουθήθηκαν , ακλουθηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακλουθώ - θα ακλουθάω ➤
θα ακλουθήσω ➤
θα ακλουθούμαι - ακλουθιέμαι ➤
θα ακλουθηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακλουθείς - ακλουθάς , …
θα ακλουθήσεις , …
θα ακλουθείσαι - ακλουθιέσαι , …
θα ακλουθηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακλουθήσει
έχω, έχεις, … ακλουθηθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακλουθήσει
είχα, είχες, … ακλουθηθεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ακλουθήσει
θα έχω, θα έχεις, … ακλουθηθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ακλούθα , ακλούθαγε
ακλούθησε , ακλούθα
—
ακλουθήσου
2 pl
ακλουθείτε - ακλουθάτε
ακλουθήστε
ακλουθείστε - ακλουθιέστε
ακλουθηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακλουθώντας ➤
ακλουθούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ακλουθήσει ➤
—
Nonfinite form➤
ακλουθήσει
ακλουθηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.