Jump to content

αιματοβαμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

αιματο- (aimato-, blood) +‎ βαμμένος (vamménos, painted), perfect participle of βάφομαι (váfomai), passive voice of βάφω (váfo, to paint).
Perfect participle of αιματοβάφομαι (aimatováfomai), passive voice of αιματοβάφω (aimatováfo).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ma.to.vaˈme.nos/
  • Hyphenation: αι‧μα‧το‧βαμ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αιματοβαμμένος (aimatovamménosm (feminine αιματοβαμμένη, neuter αιματοβαμμένο)

  1. bloodstained, bloody (covered with blood)
  2. (figuratively) bloody (resulting from great bloodshed and destruction)

Declension

[edit]
Declension of αιματοβαμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιματοβαμμένος (aimatovamménos) αιματοβαμμένη (aimatovamméni) αιματοβαμμένο (aimatovamméno) αιματοβαμμένοι (aimatovamménoi) αιματοβαμμένες (aimatovamménes) αιματοβαμμένα (aimatovamména)
genitive αιματοβαμμένου (aimatovamménou) αιματοβαμμένης (aimatovamménis) αιματοβαμμένου (aimatovamménou) αιματοβαμμένων (aimatovamménon) αιματοβαμμένων (aimatovamménon) αιματοβαμμένων (aimatovamménon)
accusative αιματοβαμμένο (aimatovamméno) αιματοβαμμένη (aimatovamméni) αιματοβαμμένο (aimatovamméno) αιματοβαμμένους (aimatovamménous) αιματοβαμμένες (aimatovamménes) αιματοβαμμένα (aimatovamména)
vocative αιματοβαμμένε (aimatovamméne) αιματοβαμμένη (aimatovamméni) αιματοβαμμένο (aimatovamméno) αιματοβαμμένοι (aimatovamménoi) αιματοβαμμένες (aimatovamménes) αιματοβαμμένα (aimatovamména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιματοβαμμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιματοβαμμένος, etc.)

[edit]