Jump to content

αντικατοπτρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai), passive voice of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo, I relfect).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.ka.top.tɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧ντι‧κα‧τοπ‧τρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménosm (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)

  1. reflected

Declension

[edit]
Declension of αντικατοπτρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménos) αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi) αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)
genitive αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou) αντικατοπτρισμένης (antikatoptrisménis) αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou) αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)
accusative αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) αντικατοπτρισμένους (antikatoptrisménous) αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)
vocative αντικατοπτρισμένε (antikatoptrisméne) αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi) αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)
[edit]