αντικατοπτρισμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai), passive voice of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo, “I relfect”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménos) | αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi) | αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) | αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména) | |
genitive | αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou) | αντικατοπτρισμένης (antikatoptrisménis) | αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou) | αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) | αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) | αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) | |
accusative | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένους (antikatoptrisménous) | αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) | αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména) | |
vocative | αντικατοπτρισμένε (antikatoptrisméne) | αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi) | αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) | αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména) |
Related terms
[edit]- see: αντικατοπτρισμός m (antikatoptrismós, “reflection; mirage”) & κάτοπρο n (kátopro, “formal term for mirror”)