αντικατοπτρίζομαι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai) passive (past αντικατοπτρίστηκα, ppp αντικατοπτρισμένος, active αντικατοπτρίζω)

  1. passive of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo)

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo)