αγκωνιασμένος
Appearance
Greek
[edit]Participle
[edit]αγκωνιασμένος • (agkoniasménos) m (feminine αγκωνιασμένη, neuter αγκωνιασμένο)
- perfect passive participle of αγκωνιάζω (agkoniázo)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγκωνιασμένος (agkoniasménos) | αγκωνιασμένη (agkoniasméni) | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) | αγκωνιασμένες (agkoniasménes) | αγκωνιασμένα (agkoniasména) | |
genitive | αγκωνιασμένου (agkoniasménou) | αγκωνιασμένης (agkoniasménis) | αγκωνιασμένου (agkoniasménou) | αγκωνιασμένων (agkoniasménon) | αγκωνιασμένων (agkoniasménon) | αγκωνιασμένων (agkoniasménon) | |
accusative | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένη (agkoniasméni) | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένους (agkoniasménous) | αγκωνιασμένες (agkoniasménes) | αγκωνιασμένα (agkoniasména) | |
vocative | αγκωνιασμένε (agkoniasméne) | αγκωνιασμένη (agkoniasméni) | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) | αγκωνιασμένες (agkoniasménes) | αγκωνιασμένα (agkoniasména) |
Related terms
[edit]- see: αγκώνας m (agkónas, “elbow”)