Jump to content

αγκωνιασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Participle

[edit]

αγκωνιασμένος (agkoniasménosm (feminine αγκωνιασμένη, neuter αγκωνιασμένο)

  1. perfect passive participle of αγκωνιάζω (agkoniázo)

Declension

[edit]
Declension of αγκωνιασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκωνιασμένος (agkoniasménos) αγκωνιασμένη (agkoniasméni) αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) αγκωνιασμένες (agkoniasménes) αγκωνιασμένα (agkoniasména)
genitive αγκωνιασμένου (agkoniasménou) αγκωνιασμένης (agkoniasménis) αγκωνιασμένου (agkoniasménou) αγκωνιασμένων (agkoniasménon) αγκωνιασμένων (agkoniasménon) αγκωνιασμένων (agkoniasménon)
accusative αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένη (agkoniasméni) αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένους (agkoniasménous) αγκωνιασμένες (agkoniasménes) αγκωνιασμένα (agkoniasména)
vocative αγκωνιασμένε (agkoniasméne) αγκωνιασμένη (agkoniasméni) αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) αγκωνιασμένες (agkoniasménes) αγκωνιασμένα (agkoniasména)
[edit]