αναρτημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αναρτώμαι (anartómai), passive voice of αναρτώ (“hang, suspend”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αναρτημένος • (anartiménos) m (feminine αναρτημένη, neuter αναρτημένο)
- hung, suspended
- Η ανακοίνωση είναι αναρτημένη στον πίνακα ανακοινώσεων.
- I anakoínosi eínai anartiméni ston pínaka anakoinóseon.
- The memo is hung on the notice board.
Declension
[edit]Declension of αναρτημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναρτημένος • | αναρτημένη • | αναρτημένο • | αναρτημένοι • | αναρτημένες • | αναρτημένα • |
genitive | αναρτημένου • | αναρτημένης • | αναρτημένου • | αναρτημένων • | αναρτημένων • | αναρτημένων • |
accusative | αναρτημένο • | αναρτημένη • | αναρτημένο • | αναρτημένους • | αναρτημένες • | αναρτημένα • |
vocative | αναρτημένε • | αναρτημένη • | αναρτημένο • | αναρτημένοι • | αναρτημένες • | αναρτημένα • |
See also
[edit]- Older form, in monotonic script: ανηρτημένος (anirtiménos), in polytonic script: ἀνηρτημένος (anērtēménos).