Jump to content

δοξασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðo.ksaˈzme.nos/
  • Hyphenation: δο‧ξα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

δοξασμένος (doxasménosm (feminine δοξασμένη, neuter δοξασμένο)

  1. passive perfect participle of δοξάζω (doxázo)

Declension

[edit]
Declension of δοξασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δοξασμένος (doxasménos) δοξασμένη (doxasméni) δοξασμένο (doxasméno) δοξασμένοι (doxasménoi) δοξασμένες (doxasménes) δοξασμένα (doxasména)
genitive δοξασμένου (doxasménou) δοξασμένης (doxasménis) δοξασμένου (doxasménou) δοξασμένων (doxasménon) δοξασμένων (doxasménon) δοξασμένων (doxasménon)
accusative δοξασμένο (doxasméno) δοξασμένη (doxasméni) δοξασμένο (doxasméno) δοξασμένους (doxasménous) δοξασμένες (doxasménes) δοξασμένα (doxasména)
vocative δοξασμένε (doxasméne) δοξασμένη (doxasméni) δοξασμένο (doxasméno) δοξασμένοι (doxasménoi) δοξασμένες (doxasménes) δοξασμένα (doxasména)