δοξασμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]δοξασμένος • (doxasménos) m (feminine δοξασμένη, neuter δοξασμένο)
- passive perfect participle of δοξάζω (doxázo)
Declension
[edit]Declension of δοξασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δοξασμένος • | δοξασμένη • | δοξασμένο • | δοξασμένοι • | δοξασμένες • | δοξασμένα • |
genitive | δοξασμένου • | δοξασμένης • | δοξασμένου • | δοξασμένων • | δοξασμένων • | δοξασμένων • |
accusative | δοξασμένο • | δοξασμένη • | δοξασμένο • | δοξασμένους • | δοξασμένες • | δοξασμένα • |
vocative | δοξασμένε • | δοξασμένη • | δοξασμένο • | δοξασμένοι • | δοξασμένες • | δοξασμένα • |