ανεγνωρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ne.ɣno.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧νε‧γνω‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

ανεγνωρισμένος (anegnorisménosm (feminine ανεγνωρισμένη, neuter ανεγνωρισμένο)

  1. (dated, Katharevousa) dated, formal variant of αναγνωρισμένος (anagnorisménos): recognized
    older spelling: ἀνεγνωρισμένος (anegnōrisménos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεγνωρισμένος (anegnorisménos) ανεγνωρισμένη (anegnorisméni) ανεγνωρισμένο (anegnorisméno) ανεγνωρισμένοι (anegnorisménoi) ανεγνωρισμένες (anegnorisménes) ανεγνωρισμένα (anegnorisména)
genitive ανεγνωρισμένου (anegnorisménou) ανεγνωρισμένης (anegnorisménis) ανεγνωρισμένου (anegnorisménou) ανεγνωρισμένων (anegnorisménon) ανεγνωρισμένων (anegnorisménon) ανεγνωρισμένων (anegnorisménon)
accusative ανεγνωρισμένο (anegnorisméno) ανεγνωρισμένη (anegnorisméni) ανεγνωρισμένο (anegnorisméno) ανεγνωρισμένους (anegnorisménous) ανεγνωρισμένες (anegnorisménes) ανεγνωρισμένα (anegnorisména)
vocative ανεγνωρισμένε (anegnorisméne) ανεγνωρισμένη (anegnorisméni) ανεγνωρισμένο (anegnorisméno) ανεγνωρισμένοι (anegnorisménoi) ανεγνωρισμένες (anegnorisménes) ανεγνωρισμένα (anegnorisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεγνωρισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεγνωρισμένος, etc.)