αποκαμωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect passive participle of αποκάνω (apokáno) / αποκάμνω (apokámno), a verb without passive forms.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αποκαμωμένος • (apokamoménos) m (feminine αποκαμωμένη, neuter αποκαμωμένο)
Declension
[edit]Declension of αποκαμωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκαμωμένος • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένοι • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
genitive | αποκαμωμένου • | αποκαμωμένης • | αποκαμωμένου • | αποκαμωμένων • | αποκαμωμένων • | αποκαμωμένων • |
accusative | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένους • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
vocative | αποκαμωμένε • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένοι • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαμωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαμωμένος, etc.) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- αποκαμωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- αποκάνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language