Jump to content

αγκυροβολημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aŋ.ɟi.ɾo.vo.liˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧γκυ‧ρο‧βο‧λη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αγκυροβολημένος (agkyrovoliménosm (feminine αγκυροβολημένοη, neuter αγκυροβολημένοο)

  1. perfect passive participle of αγκυροβολώ (agkyrovoló) "anchored" (for boats)

Declension

[edit]
Declension of αγκυροβολημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκυροβολημένος (agkyrovoliménos) αγκυροβολημένη (agkyrovoliméni) αγκυροβολημένο (agkyrovoliméno) αγκυροβολημένοι (agkyrovoliménoi) αγκυροβολημένες (agkyrovoliménes) αγκυροβολημένα (agkyrovoliména)
genitive αγκυροβολημένου (agkyrovoliménou) αγκυροβολημένης (agkyrovoliménis) αγκυροβολημένου (agkyrovoliménou) αγκυροβολημένων (agkyrovoliménon) αγκυροβολημένων (agkyrovoliménon) αγκυροβολημένων (agkyrovoliménon)
accusative αγκυροβολημένο (agkyrovoliméno) αγκυροβολημένη (agkyrovoliméni) αγκυροβολημένο (agkyrovoliméno) αγκυροβολημένους (agkyrovoliménous) αγκυροβολημένες (agkyrovoliménes) αγκυροβολημένα (agkyrovoliména)
vocative αγκυροβολημένε (agkyrovoliméne) αγκυροβολημένη (agkyrovoliméni) αγκυροβολημένο (agkyrovoliméno) αγκυροβολημένοι (agkyrovoliménoi) αγκυροβολημένες (agkyrovoliménes) αγκυροβολημένα (agkyrovoliména)
[edit]