Jump to content

αλαφιασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αλαφιάζομαι (alafiázomai), passive voice of αλαφιάζω (to strartle).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /alafçaˈzmenos/
  • Hyphenation: α‧λα‧φια‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αλαφιασμένος (alafiasménosm (feminine αλαφιασμένη, neuter αλαφιασμένο)

  1. panicky, alarmed
    Έτρεχα αλαφιασμένη από την τρομάρα.
    Étrecha alafiasméni apó tin tromára.
    I was running, panicky and terrified.

Declension

[edit]
Declension of αλαφιασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλαφιασμένος (alafiasménos) αλαφιασμένη (alafiasméni) αλαφιασμένο (alafiasméno) αλαφιασμένοι (alafiasménoi) αλαφιασμένες (alafiasménes) αλαφιασμένα (alafiasména)
genitive αλαφιασμένου (alafiasménou) αλαφιασμένης (alafiasménis) αλαφιασμένου (alafiasménou) αλαφιασμένων (alafiasménon) αλαφιασμένων (alafiasménon) αλαφιασμένων (alafiasménon)
accusative αλαφιασμένο (alafiasméno) αλαφιασμένη (alafiasméni) αλαφιασμένο (alafiasméno) αλαφιασμένους (alafiasménous) αλαφιασμένες (alafiasménes) αλαφιασμένα (alafiasména)
vocative αλαφιασμένε (alafiasméne) αλαφιασμένη (alafiasméni) αλαφιασμένο (alafiasméno) αλαφιασμένοι (alafiasménoi) αλαφιασμένες (alafiasménes) αλαφιασμένα (alafiasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλαφιασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλαφιασμένος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]