Jump to content

αποστραμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect passive participle of αποστρέφω (apostréfo), in the sense "turn waya, avert"

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.stɾaˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧στραμ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποστραμμένος (apostramménosm (feminine αποστραμμένη, neuter αποστραμμένο)

  1. turned to a different direction
    more formal or dated: απεστραμμένος (apestramménos)

Declension

[edit]
Declension of αποστραμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποστραμμένος (apostramménos) αποστραμμένη (apostramméni) αποστραμμένο (apostramméno) αποστραμμένοι (apostramménoi) αποστραμμένες (apostramménes) αποστραμμένα (apostramména)
genitive αποστραμμένου (apostramménou) αποστραμμένης (apostramménis) αποστραμμένου (apostramménou) αποστραμμένων (apostramménon) αποστραμμένων (apostramménon) αποστραμμένων (apostramménon)
accusative αποστραμμένο (apostramméno) αποστραμμένη (apostramméni) αποστραμμένο (apostramméno) αποστραμμένους (apostramménous) αποστραμμένες (apostramménes) αποστραμμένα (apostramména)
vocative αποστραμμένε (apostramméne) αποστραμμένη (apostramméni) αποστραμμένο (apostramméno) αποστραμμένοι (apostramménoi) αποστραμμένες (apostramménes) αποστραμμένα (apostramména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποστραμμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποστραμμένος, etc.)