Jump to content

διαπερασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of διαπερνιέμαι (diaperniémai), passive voice of διαπερνάω, διαπερνώ (pass through).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.pe.ɾaˈzme.nos/, /ðʝa.pe.ɾaˈzme.nos/
  • Hyphenation: δια‧πε‧ρα‧σμέ‧νος
  • Older Hyphenation: δι‧α‧πε‧ρα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

διαπερασμένος (diaperasménosm (feminine διαπερασμένη, neuter διαπερασμένο)

  1. passed through

Declension

[edit]
Declension of διαπερασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαπερασμένος (diaperasménos) διαπερασμένη (diaperasméni) διαπερασμένο (diaperasméno) διαπερασμένοι (diaperasménoi) διαπερασμένες (diaperasménes) διαπερασμένα (diaperasména)
genitive διαπερασμένου (diaperasménou) διαπερασμένης (diaperasménis) διαπερασμένου (diaperasménou) διαπερασμένων (diaperasménon) διαπερασμένων (diaperasménon) διαπερασμένων (diaperasménon)
accusative διαπερασμένο (diaperasméno) διαπερασμένη (diaperasméni) διαπερασμένο (diaperasméno) διαπερασμένους (diaperasménous) διαπερασμένες (diaperasménes) διαπερασμένα (diaperasména)
vocative διαπερασμένε (diaperasméne) διαπερασμένη (diaperasméni) διαπερασμένο (diaperasméno) διαπερασμένοι (diaperasménoi) διαπερασμένες (diaperasménes) διαπερασμένα (diaperasména)
[edit]