From Wiktionary, the free dictionary
διαπερνάω • (diapernáo ) / διαπερνώ (past διαπέρασα , passive διαπερνιέμαι , p‑past διαπεράστηκα , ppp διαπερασμένος )
to pass through, pierce
( figuratively ) to influence
διαπερvάω / διαπερvώ, διαπερvιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διαπερνάω , διαπερνώ
διαπεράσω
διαπερνιέμαι
διαπεραστώ 1
2 sg
διαπερνάς
διαπεράσεις
διαπερνιέσαι
διαπεραστείς
3 sg
διαπερνάει , διαπερνά
διαπεράσει
διαπερνιέται
διαπεραστεί
1 pl
διαπερνάμε , διαπερνούμε
διαπεράσουμε , [‑ομε ]
διαπερνιόμαστε
διαπεραστούμε
2 pl
διαπερνάτε
διαπεράσετε
διαπερνιέστε , (‑ιόσαστε )
διαπεραστείτε
3 pl
διαπερνάνε , διαπερνάν , διαπερνούν (ε )
διαπεράσουν (ε )
διαπερνιούνται , (‑ιόνται )
διαπεραστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διαπερνούσα , διαπέρναγα
διαπέρασα
διαπερνιόμουν (α )
διαπεράστηκα 1
2 sg
διαπερνούσες , διαπέρναγες
διαπέρασες
διαπερνιόσουν (α )
διαπεράστηκες
3 sg
διαπερνούσε , διαπέρναγε
διαπέρασε
διαπερνιόταν (ε )
διαπεράστηκε
1 pl
διαπερνούσαμε , διαπερνάγαμε
διαπεράσαμε
διαπερνιόμασταν , (‑ιόμαστε )
διαπεραστήκαμε
2 pl
διαπερνούσατε , διαπερνάγατε
διαπεράσατε
διαπερνιόσασταν , (‑ιόσαστε )
διαπεραστήκατε
3 pl
διαπερνούσαν (ε ), διαπέρναγαν , (διαπερνάγανε )
διαπέρασαν , διαπεράσαν (ε )
διαπερνιόνταν (ε ), διαπερνιόντουσαν , διαπερνιούνταν
διαπεράστηκαν , διαπεραστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διαπερνάω , θα διαπερνώ ➤
θα διαπεράσω ➤
θα διαπερνιέμαι ➤
θα διαπεραστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διαπερνάς , …
θα διαπεράσεις , …
θα διαπερνιέσαι , …
θα διαπεραστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διαπεράσει έχω, έχεις, … διαπερασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … διαπεραστεί είμαι , είσαι , … διαπερασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διαπεράσει είχα, είχες, … διαπερασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … διαπεραστεί ήμουν , ήσουν , … διαπερασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … διαπεράσει θα έχω, θα έχεις, … διαπερασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … διαπεραστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαπερασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διαπέρνα , διαπέρναγε
διαπέρασε , διαπέρνα
—
διαπεράσου
2 pl
διαπερνάτε
διαπεράστε
διαπερνιέστε
διαπεραστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διαπερνώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας διαπεράσει ➤
διαπερασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
διαπεράσει
διαπεραστεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Also formal types with -σθ- like διαπερασθώ ( diaperasthó ) , διαπεράσθηκα ( diaperásthika ) . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.