διαπεραστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from Ancient Greek διαπερασ- (stem of διαπερῶ (diaperô)) + -τικός (-tikós), a calque of French pénétrant.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]διαπεραστικός • (diaperastikós) m (feminine διαπεραστική, neuter διαπεραστικό)
- penetrating, piercing (of temperature, extremely cold so that it penetrates through clothing and shelter)
- penetrating, pungent (odour)
- penetrating, piercing (appearing to look deeply into: gaze, look, etc.)
- piercing (of sound, loud and sharp; shrill)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαπεραστικός (diaperastikós) | διαπεραστική (diaperastikí) | διαπεραστικό (diaperastikó) | διαπεραστικοί (diaperastikoí) | διαπεραστικές (diaperastikés) | διαπεραστικά (diaperastiká) | |
genitive | διαπεραστικού (diaperastikoú) | διαπεραστικής (diaperastikís) | διαπεραστικού (diaperastikoú) | διαπεραστικών (diaperastikón) | διαπεραστικών (diaperastikón) | διαπεραστικών (diaperastikón) | |
accusative | διαπεραστικό (diaperastikó) | διαπεραστική (diaperastikí) | διαπεραστικό (diaperastikó) | διαπεραστικούς (diaperastikoús) | διαπεραστικές (diaperastikés) | διαπεραστικά (diaperastiká) | |
vocative | διαπεραστικέ (diaperastiké) | διαπεραστική (diaperastikí) | διαπεραστικό (diaperastikó) | διαπεραστικοί (diaperastikoí) | διαπεραστικές (diaperastikés) | διαπεραστικά (diaperastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαπεραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαπεραστικός, etc.)
Derived terms
[edit]- διαπεραστικά (diaperastiká, adverb)
Related terms
[edit]- see: διαπερνάω (diapernáo)
References
[edit]- ^ διαπεραστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language