Jump to content

διαπεραστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from Ancient Greek διαπερασ- (stem of διαπερῶ (diaperô)) +‎ -τικός (-tikós), a calque of French pénétrant.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.a.pe.ɾa.stiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧α‧πε‧ρα‧στι‧κός

Adjective

[edit]

διαπεραστικός (diaperastikósm (feminine διαπεραστική, neuter διαπεραστικό)

  1. penetrating, piercing (of temperature, extremely cold so that it penetrates through clothing and shelter)
  2. penetrating, pungent (odour)
  3. penetrating, piercing (appearing to look deeply into: gaze, look, etc.)
  4. piercing (of sound, loud and sharp; shrill)

Declension

[edit]
Declension of διαπεραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαπεραστικός (diaperastikós) διαπεραστική (diaperastikí) διαπεραστικό (diaperastikó) διαπεραστικοί (diaperastikoí) διαπεραστικές (diaperastikés) διαπεραστικά (diaperastiká)
genitive διαπεραστικού (diaperastikoú) διαπεραστικής (diaperastikís) διαπεραστικού (diaperastikoú) διαπεραστικών (diaperastikón) διαπεραστικών (diaperastikón) διαπεραστικών (diaperastikón)
accusative διαπεραστικό (diaperastikó) διαπεραστική (diaperastikí) διαπεραστικό (diaperastikó) διαπεραστικούς (diaperastikoús) διαπεραστικές (diaperastikés) διαπεραστικά (diaperastiká)
vocative διαπεραστικέ (diaperastiké) διαπεραστική (diaperastikí) διαπεραστικό (diaperastikó) διαπεραστικοί (diaperastikoí) διαπεραστικές (diaperastikés) διαπεραστικά (diaperastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαπεραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαπεραστικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ διαπεραστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language