αναδημιουργημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αναδημιουργούμαι (anadimiourgoúmai), passive voice of αναδημιουργώ (Ι recreate). Morphologically, ανα- (ana-, re-) +‎ δημιουργημένος (dimiourgiménos, created).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.ði.mi.ur.ʝiˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αναδημιουργημένος (anadimiourgiménosm (feminine αναδημιουργημένη, neuter αναδημιουργημένο)

  1. regenerated, recreated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos) αναδημιουργημένη (anadimiourgiméni) αναδημιουργημένο (anadimiourgiméno) αναδημιουργημένοι (anadimiourgiménoi) αναδημιουργημένες (anadimiourgiménes) αναδημιουργημένα (anadimiourgiména)
genitive αναδημιουργημένου (anadimiourgiménou) αναδημιουργημένης (anadimiourgiménis) αναδημιουργημένου (anadimiourgiménou) αναδημιουργημένων (anadimiourgiménon) αναδημιουργημένων (anadimiourgiménon) αναδημιουργημένων (anadimiourgiménon)
accusative αναδημιουργημένο (anadimiourgiméno) αναδημιουργημένη (anadimiourgiméni) αναδημιουργημένο (anadimiourgiméno) αναδημιουργημένους (anadimiourgiménous) αναδημιουργημένες (anadimiourgiménes) αναδημιουργημένα (anadimiourgiména)
vocative αναδημιουργημένε (anadimiourgiméne) αναδημιουργημένη (anadimiourgiméni) αναδημιουργημένο (anadimiourgiméno) αναδημιουργημένοι (anadimiourgiménoi) αναδημιουργημένες (anadimiourgiménes) αναδημιουργημένα (anadimiourgiména)
[edit]

Further reading

[edit]