Jump to content

δοκιμασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of δοκιμάζομαι (dokimázomai), passive voice of δοκιμάζω (try out).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðo.ci.maˈzme.nos/
  • Hyphenation: δο‧κι‧μα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

δοκιμασμένος (dokimasménosm (feminine δοκιμασμένη, neuter δοκιμασμένο)

  1. tried out, tested
  2. (figuratively) experienced
  3. (figuratively) who has suffered a lot

Declension

[edit]
Declension of δοκιμασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δοκιμασμένος (dokimasménos) δοκιμασμένη (dokimasméni) δοκιμασμένο (dokimasméno) δοκιμασμένοι (dokimasménoi) δοκιμασμένες (dokimasménes) δοκιμασμένα (dokimasména)
genitive δοκιμασμένου (dokimasménou) δοκιμασμένης (dokimasménis) δοκιμασμένου (dokimasménou) δοκιμασμένων (dokimasménon) δοκιμασμένων (dokimasménon) δοκιμασμένων (dokimasménon)
accusative δοκιμασμένο (dokimasméno) δοκιμασμένη (dokimasméni) δοκιμασμένο (dokimasméno) δοκιμασμένους (dokimasménous) δοκιμασμένες (dokimasménes) δοκιμασμένα (dokimasména)
vocative δοκιμασμένε (dokimasméne) δοκιμασμένη (dokimasméni) δοκιμασμένο (dokimasméno) δοκιμασμένοι (dokimasménoi) δοκιμασμένες (dokimasménes) δοκιμασμένα (dokimasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δοκιμασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δοκιμασμένος, etc.)