απορροφώμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of απορροφώμαι (aporrofómai), passive voice of απορροφώ (“absorb”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απορροφώμενος • (aporrofómenos) m (feminine απορροφώμενη, neuter απορροφώμενο)
- who is being absorbed, engrossed, preoccupied (mentally)
- (sciences) absorbed (physically)
Declension
[edit]Declension of απορροφώμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απορροφώμενος • | απορροφώμενη • | απορροφώμενο • | απορροφώμενοι • | απορροφώμενες • | απορροφώμενα • |
genitive | απορροφώμενου • | απορροφώμενης • | απορροφώμενου • | απορροφώμενων • | απορροφώμενων • | απορροφώμενων • |
accusative | απορροφώμενο • | απορροφώμενη • | απορροφώμενο • | απορροφώμενους • | απορροφώμενες • | απορροφώμενα • |
vocative | απορροφώμενε • | απορροφώμενη • | απορροφώμενο • | απορροφώμενοι • | απορροφώμενες • | απορροφώμενα • |
Alternative forms
[edit]- απορροφούμενος (aporrofoúmenos) less frequent, from the απορροφάω collquial variant of the verb
Related terms
[edit]- απορροφημένος (aporrofiménos, “absorbed”, passive perfect participle)