Jump to content

απορροφώμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of απορροφώμαι (aporrofómai), passive voice of απορροφώ (absorb).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.ɾoˈfo.me.nos/
  • Hyphenation: α‧πορ‧ρο‧φώ‧με‧νος

Participle

[edit]

απορροφώμενος (aporrofómenosm (feminine απορροφώμενη, neuter απορροφώμενο)

  1. who is being absorbed, engrossed, preoccupied (mentally)
  2. (sciences) absorbed (physically)

Declension

[edit]
Declension of απορροφώμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απορροφώμενος (aporrofómenos) απορροφώμενη (aporrofómeni) απορροφώμενο (aporrofómeno) απορροφώμενοι (aporrofómenoi) απορροφώμενες (aporrofómenes) απορροφώμενα (aporrofómena)
genitive απορροφώμενου (aporrofómenou) απορροφώμενης (aporrofómenis) απορροφώμενου (aporrofómenou) απορροφώμενων (aporrofómenon) απορροφώμενων (aporrofómenon) απορροφώμενων (aporrofómenon)
accusative απορροφώμενο (aporrofómeno) απορροφώμενη (aporrofómeni) απορροφώμενο (aporrofómeno) απορροφώμενους (aporrofómenous) απορροφώμενες (aporrofómenes) απορροφώμενα (aporrofómena)
vocative απορροφώμενε (aporrofómene) απορροφώμενη (aporrofómeni) απορροφώμενο (aporrofómeno) απορροφώμενοι (aporrofómenoi) απορροφώμενες (aporrofómenes) απορροφώμενα (aporrofómena)

Alternative forms

[edit]
[edit]