From Wiktionary, the free dictionary
απορροφάω ( aporrofáo ) ( less frequent for this verb )
Semantic loan from French absorber . Learned borrowing from Ancient Greek ἀπορροφῶ ( aporrhophô ) , contracted form of ἀπορροφέω ( aporrhophéō ) , from ἀπο- ( apo- , “ away, off ” ) + ῥοφέω ( rhophéō , “ slurp, gulp ” ) .
IPA (key ) : /a.po.ɾoˈfo/
Hyphenation: α‧πορ‧ρο‧φώ
απορροφώ • (aporrofó ) / απορροφάω (past απορρόφησα , passive απορροφώμαι /απορροφιέμαι , p‑past απορροφήθηκα , ppp απορροφημένος )
to absorb , soak up
Coordinate term: προσροφώ ( prosrofó , “ adsorb ” )
απορροφώ , απορροφώμαι - απορροφάω , απορροφιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απορροφώ - απορροφάω 1
απορροφήσω
απορροφώμαι - απορροφιέμαι 1
απορροφηθώ
2 sg
απορροφάς
απορροφήσεις
απορροφάσαι - απορροφιέσαι
απορροφηθείς
3 sg
απορροφά - απορροφάει
απορροφήσει
απορροφάται - απορροφιέται
απορροφηθεί
1 pl
απορροφούμε , απορροφάμε
απορροφήσουμε , [-ομε ]
απορροφόμαστε , {απορροφώμεθα } - απορροφιόμαστε
απορροφηθούμε
2 pl
απορροφάτε
απορροφήσετε
απορροφάστε , {απορροφάσθε } - απορροφιέστε (‑ιόσαστε )
απορροφηθείτε
3 pl
απορροφούν (ε ) - απορροφάνε , απορροφάν
απορροφήσουν (ε )
απορροφώνται - απορροφιούνται , (‑ιόνται )
απορροφηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απορροφούσα
απορρόφησα
—2 - απορροφιόμουν (α )
απορροφήθηκα
2 sg
απορροφούσες
απορρόφησες
— - απορροφιόσουν (α )
απορροφήθηκες
3 sg
απορροφούσε
απορρόφησε
{απορροφάτο } - απορροφιόταν (ε )
απορροφήθηκε
1 pl
απορροφούσαμε
απορροφήσαμε
— - απορροφιόμασταν , (‑ιόμαστε )
απορροφηθήκαμε
2 pl
απορροφούσατε
απορροφήσατε
— - απορροφιόσασταν , (‑ιόσαστε )
απορροφηθήκατε
3 pl
απορροφούσαν (ε )
απορρόφησαν , απορροφήσαν (ε )
{απορροφώντο } - απορροφιόνταν (ε ), απορροφιόντουσαν , απορροφιούνταν
απορροφήθηκαν , απορροφηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απορροφώ - θα απορροφάω ➤
θα απορροφήσω ➤
θα απορροφώμαι - θα απορροφιέμαι ➤
θα απορροφηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απορροφάς , …
θα απορροφήσεις , …
θα απορροφάσαι - θα απορροφιέσαι , …
θα απορροφηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απορροφήσει έχω, έχεις, … απορροφημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απορροφηθεί είμαι , είσαι , … απορροφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απορροφήσει είχα, είχες, … απορροφημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απορροφηθεί ήμουν , ήσουν , … απορροφημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … απορροφήσει θα έχω, θα έχεις, … απορροφημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απορροφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απορροφημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
απορρόφησε
—
απορροφήσου
2 pl
απορροφάτε
απορροφήστε
απορροφάστε , {απορροφάσθε } - απορροφιέστε
απορροφηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απορροφώντας ➤
απορροφώμενος , -η, -ο (απορροφούμενος , -η, -ο) ➤
Perfect participle➤
έχοντας απορροφήσει ➤
απορροφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απορροφήσει
απορροφηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Second forms are colloquial. 2. More forms exist in the ancient conjugation of this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.