απορροφήσεις
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]απορροφήσεις • (aporrofíseis) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of απορρόφηση (aporrófisi).
Verb
[edit]απορροφήσεις • (aporrofíseis)
απορροφήσεις • (aporrofíseis) f
απορροφήσεις • (aporrofíseis)