απορροφήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]απορροφήθηκα • (aporrofíthika)
- 1st person singular simple past form of απορροφώμαι (aporrofómai) / απορροφιέμαι passive of απορροφώ/απορροφάω.
απορροφήθηκα • (aporrofíthika)