Category:Greek verb past tense forms
Appearance
- This category contains the 1st person singular, simple past tense forms of Greek verbs.
Pages in category "Greek verb past tense forms"
The following 200 pages are in this category, out of 3,778 total.
(previous page) (next page)'
Α
- αβάνιασα
- αβαντάρισα
- αβαντζάρισα
- αβαντσάρισα
- αβάραρα
- αβαράρισα
- αβασκάθηκα
- αβάσκανα
- αβγάτισα
- αβγατίστηκα
- αβγάτυνα
- αβγοκόπηκα
- αβγόκοψα
- αβδέλλιασα
- αβδελλιάστηκα
- αγάθεψα
- αγαλλίασα
- αγανάκτησα
- αγανάχτησα
- αγανοΰφανα
- αγάνταρα
- αγαντάρισα
- αγαπήθηκα
- αγάπησα
- αγάπισα
- αγγαρεύτηκα
- αγγάρεψα
- άγγειλα
- αγγέλθηκα
- αγγελιάστηκα
- αγγελοθώρησα
- αγγελόκρουσα
- αγγελοκρούστηκα
- αγγελόσκιαξα
- αγγελοσκιάχτηκα
- άγγιξα
- άγγισα
- αγγίστηκα
- αγγίχτηκα
- αγγλοκρατήθηκα
- αγγλοποιήθηκα
- αγγλοποίησα
- αγγλόφερα
- αγγρίφισα
- άγιασα
- αγίασα
- αγιάσθηκα
- αγιάστηκα
- αγιογραφήθηκα
- αγιογράφησα
- αγιοκατέταξα
- αγιοποιήθηκα
- αγιοποίησα
- αγκαζάρισα
- αγκαζαρίστηκα
- αγκάλιασα
- αγκαλιάστηκα
- αγκιστρώθηκα
- αγκίστρωσα
- αγκομάχησα
- αγκούσεψα
- αγκριώθηκα
- αγκρίωσα
- αγκυλώθηκα
- αγκύλωσα
- αγκυροβόλησα
- αγκώνιασα
- αγκωνιάστηκα
- αγλάισα
- αγλαΐστηκα
- αγνάντεψα
- άγνισα
- αγνίστηκα
- αγνοήθηκα
- αγνόησα
- αγόρασα
- αγοράστηκα
- αγόρευσα
- αγουροξύπνησα
- αγουρόφερα
- άγρευσα
- αγριεύτηκα
- αγρίεψα
- αγρίκησα
- αγριοκοίταξα
- αγριοκοιτάχτηκα
- αγριομίλησα
- αγροίκησα
- αγρύπνησα
- αγχώθηκα
- άγχωσα
- αγωνίστηκα
- άδειασα
- αδειάστηκα
- αδελφώθηκα
- αδέλφωσα
- αδερφώθηκα
- αδέρφωσα
- αδιαθέτησα
- αδιαφόρησα
- αδικήθηκα
- αδίκησα
- αδικοπράγησα
- αδράνησα
- αδρανοποιήθηκα
- αδρανοποίησα
- άδραξα
- αδροπληρώθηκα
- αδροπλήρωσα
- αδυνάτισα
- αέρισα
- αερίστηκα
- αεροκοπάνισα
- αερολόγησα
- αεροποιήθηκα
- αεροποίησα
- αεροφωτογραφήθηκα
- αεροφωτογράφησα
- αεροφωτογράφισα
- αεροφωτογραφίστηκα
- αηδίασα
- αηδονολάλησα
- αθετήθηκα
- αθέτησα
- αθλήθηκα
- αθλοθετήθηκα
- αθλοθέτησα
- άθροισα
- αθροίστηκα
- αθύμησα
- αθωώθηκα
- αθώωσα
- αιθεροβάτησα
- αιθρίασα
- αιματοκύλισα
- αιματοκυλίστηκα
- αιματώθηκα
- αιμάτωσα
- αιμορράγησα
- αιμορρόησα
- αισθάνθηκα
- αισχροκέρδησα
- αισχύνθηκα
- αιτήθηκα
- αιτιολογήθηκα
- αιτιολόγησα
- αιτούσα
- αιφνιδίασα
- αιφνιδιάστηκα
- αιχμαλώτισα
- αιχμαλωτίστηκα
- αιωρήθηκα
- ακαμάτεψα
- ακινήτησα
- ακινητοποιήθηκα
- ακινητοποίησα
- ακκίστηκα
- ακλούθησα
- άκμασα
- ακολάστησα
- ακολουθήθηκα
- ακολούθησα
- ακομπανιάρισα
- ακομπανιαρίστηκα
- ακόνισα
- ακονίστηκα
- ακόντισα
- ακοντίσθηκα
- ακοντίστηκα
- ακούμπησα
- άκουσα
- ακούσθηκα
- ακούστηκα
- ακριβολόγησα
- ακριβοπληρώθηκα
- ακριβοπλήρωσα
- ακριβοπουλήθηκα
- ακριβοπούλησα
- ακρίβυνα
- ακριτολόγησα
- ακροάσθηκα
- ακροάστηκα
- ακροβολίστηκα
- ακροπάτησα
- ακρωτηρίασα
- ακρωτηριάστηκα
- ακτινοβόλησα
- ακτινογράφησα
- ακτινοσκόπησα
- ακυρολέκτησα
- ακυρώθηκα
- ακύρωσα
- αλαζονεύτηκα
- αλάλαξα
- αλάλιασα
- αλάργεψα
- αλάτισα
- αλατίστηκα
- αλατοπιπέρωσα