ακομπανιαρίστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ακομπανιαρίστηκα • (akompaniarístika)
- first-person singular simple past of ακομπανιάρομαι (akompaniáromai), the passive of ακομπανιάρω (akompaniáro)
ακομπανιαρίστηκα • (akompaniarístika)