From Wiktionary, the free dictionary
Borrowed from Italian accompagnare ( “ to accompany ” ) .
IPA (key ) : /a.kom.paˈɲa.ɾo/
Hyphenation: α‧κο‧μπα‧νιά‧ρω
Hyphenation: α‧κομ‧πα‧νιά‧ρω
ακομπανιάρω • (akompaniáro ) (past ακομπανιάρισα , passive ακομπανιάρομαι )
( music ) to accompany
ακομπανιάρω ακομπανιάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακομπανιάρω
ακομπανιάρω
ακομπανιάρομαι
ακομπανιαριστώ
2 sg
ακομπανιάρεις
ακομπανιάρεις
ακομπανιάρεσαι
ακομπανιαριστείς
3 sg
ακομπανιάρει
ακομπανιάρει
ακομπανιάρεται
ακομπανιαριστεί
1 pl
ακομπανιάρουμε , [‑ομε ]
ακομπανιάρουμε , [‑ομε ]
ακομπανιαριζόμαστε
ακομπανιαριστούμε
2 pl
ακομπανιάρετε
ακομπανιάρετε
ακομπανιάρεστε , ακομπανιαριζόσαστε
ακομπανιαριστείτε
3 pl
ακομπανιάρουν (ε )
ακομπανιάρουν (ε )
ακομπανιάρονται
ακομπανιαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακομπανιάριζα
ακομπανιάρισα
ακομπανιαριζόμουν (α )
ακομπανιαρίστηκα
2 sg
ακομπανιάριζες
ακομπανιάρισες
ακομπανιαριζόσουν (α )
ακομπανιαρίστηκες
3 sg
ακομπανιάριζε
ακομπανιάρισε
ακομπανιαριζόταν (ε )
ακομπανιαρίστηκε
1 pl
ακομπανιάραμε
ακομπανιάραμε
ακομπανιαριζόμασταν , (‑όμαστε )
ακομπανιαριστήκαμε
2 pl
ακομπανιάρατε
ακομπανιάρατε
ακομπανιαριζόσασταν , (‑όσαστε )
ακομπανιαριστήκατε
3 pl
ακομπανιάριζαν , ακομπανιάραν (ε )
ακομπανιάρισαν , ακομπανιάραν (ε )
ακομπανιάρονταν , (ακομπανιαριζόντουσαν )
ακομπανιαρίστηκαν , ακομπανιαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακομπανιάρω ➤
θα ακομπανιάρω ➤
θα ακομπανιάρομαι ➤
θα ακομπανιαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακομπανιάρεις , …
θα ακομπανιάρεις , …
θα ακομπανιάρεσαι , …
θα ακομπανιαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακομπανιάρει έχω, έχεις, … ακομπανιαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ακομπανιαριστεί είμαι , είσαι , … ακομπανιαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακομπανιάρει είχα, είχες, … ακομπανιαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ακομπανιαριστεί ήμουν , ήσουν , … ακομπανιαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ακομπανιάρει θα έχω, θα έχεις, … ακομπανιαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ακομπανιαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ακομπανιαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ακομπανιάριζε
ακομπανιάρισε
—
(ακομπανιαρίσου )
2 pl
ακομπανιάρετε
ακομπανιάρετε
ακομπανιάρεστε
ακομπανιαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακομπανιάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ακομπανιάρει ➤
ακομπανιαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ακομπανιάρει
ακομπανιαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.