Jump to content

αποτυχημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Participle

[edit]

αποτυχημένος (apotychiménosm (feminine αποτυχημένη, neuter αποτυχημένο)

  1. failed

Declension

[edit]
Declension of αποτυχημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτυχημένος (apotychiménos) αποτυχημένη (apotychiméni) αποτυχημένο (apotychiméno) αποτυχημένοι (apotychiménoi) αποτυχημένες (apotychiménes) αποτυχημένα (apotychiména)
genitive αποτυχημένου (apotychiménou) αποτυχημένης (apotychiménis) αποτυχημένου (apotychiménou) αποτυχημένων (apotychiménon) αποτυχημένων (apotychiménon) αποτυχημένων (apotychiménon)
accusative αποτυχημένο (apotychiméno) αποτυχημένη (apotychiméni) αποτυχημένο (apotychiméno) αποτυχημένους (apotychiménous) αποτυχημένες (apotychiménes) αποτυχημένα (apotychiména)
vocative αποτυχημένε (apotychiméne) αποτυχημένη (apotychiméni) αποτυχημένο (apotychiméno) αποτυχημένοι (apotychiménoi) αποτυχημένες (apotychiménes) αποτυχημένα (apotychiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτυχημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτυχημένος, etc.)

Further reading

[edit]