αναμενόμενος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αναμενόμενος • (anamenómenos) m (feminine αναμενόμενη, neuter αναμενόμενο)
- passive present participle of αναμένομαι (anaménomai), the passive of αναμένω (anaméno): expected, anticipated
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμενόμενος (anamenómenos) | αναμενόμενη (anamenómeni) | αναμενόμενο (anamenómeno) | αναμενόμενοι (anamenómenoi) | αναμενόμενες (anamenómenes) | αναμενόμενα (anamenómena) | |
genitive | αναμενόμενου (anamenómenou) | αναμενόμενης (anamenómenis) | αναμενόμενου (anamenómenou) | αναμενόμενων (anamenómenon) | αναμενόμενων (anamenómenon) | αναμενόμενων (anamenómenon) | |
accusative | αναμενόμενο (anamenómeno) | αναμενόμενη (anamenómeni) | αναμενόμενο (anamenómeno) | αναμενόμενους (anamenómenous) | αναμενόμενες (anamenómenes) | αναμενόμενα (anamenómena) | |
vocative | αναμενόμενε (anamenómene) | αναμενόμενη (anamenómeni) | αναμενόμενο (anamenómeno) | αναμενόμενοι (anamenómenoi) | αναμενόμενες (anamenómenes) | αναμενόμενα (anamenómena) |