Jump to content

αναμενόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.meˈno.me.nos/
  • Hyphenation: α‧να‧με‧νό‧με‧νος

Participle

[edit]

αναμενόμενος (anamenómenosm (feminine αναμενόμενη, neuter αναμενόμενο)

  1. passive present participle of αναμένομαι (anaménomai), the passive of αναμένω (anaméno): expected, anticipated

Declension

[edit]
Declension of αναμενόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμενόμενος (anamenómenos) αναμενόμενη (anamenómeni) αναμενόμενο (anamenómeno) αναμενόμενοι (anamenómenoi) αναμενόμενες (anamenómenes) αναμενόμενα (anamenómena)
genitive αναμενόμενου (anamenómenou) αναμενόμενης (anamenómenis) αναμενόμενου (anamenómenou) αναμενόμενων (anamenómenon) αναμενόμενων (anamenómenon) αναμενόμενων (anamenómenon)
accusative αναμενόμενο (anamenómeno) αναμενόμενη (anamenómeni) αναμενόμενο (anamenómeno) αναμενόμενους (anamenómenous) αναμενόμενες (anamenómenes) αναμενόμενα (anamenómena)
vocative αναμενόμενε (anamenómene) αναμενόμενη (anamenómeni) αναμενόμενο (anamenómeno) αναμενόμενοι (anamenómenoi) αναμενόμενες (anamenómenes) αναμενόμενα (anamenómena)