Jump to content

μπερδεμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μπερδεύομαι (berdévomai), passive voice of μπερδεύω (berdévo, muddle, confuse).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /beɾ.ðeˈme.nos/
  • Hyphenation: μπερ‧δε‧μέ‧νος

Participle

[edit]

μπερδεμένος (berdeménosm (feminine μπερδεμένη, neuter μπερδεμένο)

  1. tangled, knotty, muddled (hair, string, etc)
  2. confused (thought, etc)
  3. tricky, complicated

Declension

[edit]
Declension of μπερδεμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μπερδεμένος (berdeménos) μπερδεμένη (berdeméni) μπερδεμένο (berdeméno) μπερδεμένοι (berdeménoi) μπερδεμένες (berdeménes) μπερδεμένα (berdeména)
genitive μπερδεμένου (berdeménou) μπερδεμένης (berdeménis) μπερδεμένου (berdeménou) μπερδεμένων (berdeménon) μπερδεμένων (berdeménon) μπερδεμένων (berdeménon)
accusative μπερδεμένο (berdeméno) μπερδεμένη (berdeméni) μπερδεμένο (berdeméno) μπερδεμένους (berdeménous) μπερδεμένες (berdeménes) μπερδεμένα (berdeména)
vocative μπερδεμένε (berdeméne) μπερδεμένη (berdeméni) μπερδεμένο (berdeméno) μπερδεμένοι (berdeménoi) μπερδεμένες (berdeménes) μπερδεμένα (berdeména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μπερδεμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μπερδεμένος, etc.)

[edit]