αρματωμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αρματώνομαι (armatónomai), passive voice of αρματώνω (armatóno)
Participle
[edit]αρματωμένος • (armatoménos) m (feminine αρματωμένη, neuter αρματωμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρματωμένος (armatoménos) | αρματωμένη (armatoméni) | αρματωμένο (armatoméno) | αρματωμένοι (armatoménoi) | αρματωμένες (armatoménes) | αρματωμένα (armatoména) | |
genitive | αρματωμένου (armatoménou) | αρματωμένης (armatoménis) | αρματωμένου (armatoménou) | αρματωμένων (armatoménon) | αρματωμένων (armatoménon) | αρματωμένων (armatoménon) | |
accusative | αρματωμένο (armatoméno) | αρματωμένη (armatoméni) | αρματωμένο (armatoméno) | αρματωμένους (armatoménous) | αρματωμένες (armatoménes) | αρματωμένα (armatoména) | |
vocative | αρματωμένε (armatoméne) | αρματωμένη (armatoméni) | αρματωμένο (armatoméno) | αρματωμένοι (armatoménoi) | αρματωμένες (armatoménes) | αρματωμένα (armatoména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρματωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρματωμένος, etc.)
Related terms
[edit]- see: άρμα n (árma, “chariot, armour, tank”)
Further reading
[edit]- αρματωμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language